– Γρήγορα πέφτει ένα αστέρι, κάνε μια ευχή!
– Θα ήθελα όταν μεγαλώσω να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο! Εσύ;
– Εγώ θα ήθελα αύριο να με κοιτάει ο Γρηγόρης, βαρέθηκα να τον κοιτάω μόνο εγώ!
Κάπως έτσι περνούσαμε πολλά από τα βράδια μας με την ξαδέρφη μου, όταν ήμασταν παιδιά, τα καλοκαίρια στο χωριό. Τα σπίτια μας ήταν απέναντι και ξαπλώναμε στο πεζουλάκι που υπήρχε βλέποντας τα αστέρια, τις πυγολαμπίδες, ακούγαμε τα τζιτζίκια και τα βατραχάκια και κουβεντιάζαμε με τις ώρες!
Τι ωραία χρόνια! Τότε που περνούσαμε καλά με τα λίγα και απλά πράγματα! Η αθωότητα και η αγνότητα ενός μικρού παιδιού δεν χρειάζεται πολυτέλειες, αυτά που είχαμε τότε μας κάνανε ευτυχισμένους! Το παρεάκι μας να υπήρχε και όλα τα άλλα ήταν σε δεύτερη μοίρα.
Το καλοκαίρι για εμάς ουσιαστικά ξεκινούσε όταν άρχιζαν οι μεγάλες ζέστες και παίρναμε τα ποδήλατα όλο το μεσημέρι να πάμε ως το περίπτερο για να πάρουμε κρυφά το πρώτο μας παγωτό! Τυπικά όμως ξεκινούσε όταν τελείωνε το σχολείο και την τελευταία μέρα παίζαμε μπουγέλο! Μερικές φορές όταν ζεσταινόμασταν πολύ παίζαμε μπουγέλο και στην πλατεία του χωριού, εκεί που υπάρχει η πέτρινη παραδοσιακή βρύση, προσέχοντας να μην μας καταλάβουν οι μανάδες και μας κατσαδιάσουν γιατί γίναμε λούτσα!
Το παιχνίδι ξεκινούσε από το πρωί. Χωρίς κινητά! Ξέραμε πως το σημείο συνάντησης ήταν στην παιδική χαρά. Παίζαμε μήλα, κουτσό, κρυφτό, λαστιχάκι και μερικές φορές ποιός θα βάλει τα περισσότερα γκολ στο τέρμα που φτιάχναμε με δύο ξύλα! Τα περισσότερα παιχνίδια ήταν αυτοσχέδια, αλλά δεν μας ένοιαζε! Τρέχαμε, γελούσαμε, νιώθαμε ελεύθεροι!
Το μεσημέρι ακούγαμε τις μανάδες μας που έβγαιναν στα μπαλκόνια και μας φώναζαν να πάμε για φαγητό. Όταν τελειώναμε το φαγητό, την ώρα που κοιμότανε η μαμά και ο μπαμπάς, βλέπαμε με τον αδερφό μου τις τηλεοπτικές σειρές. Ξεκινούσαμε με το Καρουζέλ και μετά Το μικρό σπίτι στο λιβάδι! Στις διαφημίσεις βάζαμε και λίγο Το ρετιρέ!
Το απόγευμα γέμιζε πάλι η γειτονιά από παιδικές φωνές. Παίρναμε τα ποδήλατα και πηγαίναμε βόλτες σε όλο το χωριό. Ξέραμε ποιό σπίτι έχει τα καλύτερα κορόμηλα, κεράσια, σύκα και μούρα και πηγαίναμε να κλέψουμε για να φάμε μερικά! Κάποιοι μας καταλάβαιναν και έκαναν τα στραβά μάτια και κάποιοι μας μάλωναν να μην ξαναπάμε, αλλά εμείς φυσικά ξαναπηγαίναμε!
Τα σπίτια τότε είχαν ανοιχτά τα παράθυρα, οι πόρτες δεν ήταν κλειδωμένες όπως σήμερα. Έμπαινες και πήγαινες να βρεις τον φίλο σου να καθίσετε στην αυλή κάτω από την κληματαριά, περιμένοντας με ανυπομονησία την μαμά του να σε κεράσει υποβρύχιο σε παγωμένο νερό ή γλυκό του κουταλιού, ενίοτε πεντανόστιμα σταφύλια και άλλοτε παγωμένο καρπούζι. Ακόμα θυμάμαι το γλυκό κυδώνι που έφτιαχνε η θεία Κικίτσα!
Εκείνα τα καλοκαίρια είχαν ακόμη κάτι από μαγεία και αθωότητα. Ζούσαμε στιγμές ανέμελες, ξένοιαστες και βαθιά ευτυχισμένες. Δεν υπήρχαν οι έγνοιες των μεγάλων και η μόνη μας υποχρέωση ήταν το παιχνίδι.
Αυτά λοιπόν τα καλοκαίρια έχουν χαραχτεί για πάντα στη μνήμη μου και θα τα διηγούμαι στα παιδιά μου με πολλή αγάπη και νοσταλγία!